ρυθμογραφία

ρυθμογραφία
η / ῥυθμογραφία, ΝΜΑ
νεοελλ.
1. η σύνθεση ρυθμών, η μουσική σύνθεση
2. η ρυθμολογία
αρχ.
το να γράφει ή να σημειώνει κανείς τα μέτρα, τους ρυθμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ρυθμός + -γραφία*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • -γραφία — β συνθετικό θηλ. ουσιαστικών τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής από τα οποία τα περισσότερα προέρχονται από αντίστοιχα σύνθετα σε γράφος* και δηλώνουν: α) τρόπο γραφής ή εκτυπώσεως (πρβλ. δακτυλογραφία, στενογραφία κ.ά.) β) είδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”